Δήμος Σερίφου

Στοιχεία Επικοινωνίας

22810 51210 - 22810 52311
Χώρα Σερίφου 84005 Σέριφος
info@serifos.gr

Ανακοινώσεις Δήμου

Μυθολογία Σερίφου

Μυθολογία

Η μυθολογία της Σερίφου

Μυθολογία

Η Σέριφος φαίνεται πως ήταν ένας πολύ σημαντικός τόπος για τους αρχαίους ημών προγόνους, πιθανότατα λόγω του ιδιαίτερα πλούσιου υπεδάφους της και γι’ αυτό αναφέρεται σε διάφορους μύθους της αρχαιότητας. Συγκεκριμένα, δύο πολύ σημαντικοί ήρωες της αρχαιοελληνικής μυθολογίας συνδέονται με το νησί, ο πολυμήχανος Οδυσσέας και ο Περσέας. Επίσης, λέγεται ότι στη «Σπηλιά του Κύκλωπα», κάτω από τον Ψαρόπυργο, κατοικούσαν και οι γιγαντόσωμοι Κύκλωπες, γιοι του θεού της θάλασσας Ποσειδώνα, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι που ανέπτυξαν πολιτισμό, εκμεταλλευόμενοι τον ορυκτό πλούτο της Σερίφου. Η άποψη αυτή στηρίζεται και στην ύπαρξη απομειναριών των «Κυκλώπειων» τειχών στην περιοχή της Λιόμαντρας.

 

Ο Μύθος του Περσέα

Κάποτε ο βασιλιάς του Άργους, Ακρίσιος, ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών για να μάθει εάν επρόκειτο να αποκτήσει κάποιον απόγονο. Η Πυθία του απάντησε ότι θα αποκτήσει απόγονο από την κόρη του Δανάη, ο οποίος όμως θα τον σκοτώσει και θα το διαδεχτεί στο θρόνο. Τρομοκρατημένος, λοιπόν, ο Ακρίσιος, αφού επέστρεψε στο παλάτι, έδωσε διαταγή να φυλακιστεί άμεσα η Δανάη σε ένα υπόγειο κελί, ώστε να μην μπορέσει να αποκτήσει υιό και να αποφύγει με αυτόν τον τρόπο το θάνατο. Δυστυχώς, όμως, ο πατέρας όλων των θεών, Δίας, είχε αντίθετη άποψη.

 

Όντας ερωτευμένος παράφορα με τη Δανάη, αποφάσισε να μετατραπεί σε χρυσή βροχή και να εισέλθει στο κελί της, προκειμένου να συνευρεθεί ερωτικά μαζί της. Καρπός του έρωτα του θεού και της θνητής ήταν ο Περσέας. Ο Ακρίσιος, μόλις πληροφορήθηκε τη γέννηση του εγγονού του, θυμήθηκε το χρησμό του Μαντείου των Δελφών και για να μην κινδυνέψει να χάσει το θρόνο του, αποφάσισε να κλείσει σε ένα κιβώτιο μητέρα και νεογέννητο υιό και να το πετάξει στη θάλασσα.

 

Έπειτα από μακρύ ταξίδι, με τη βοήθεια και του Δία, η λάρνακα προσάραξε σε μια ακτή της Σερίφου και εκεί τη βρήκε ο Δίκτυς, αδελφός του τυράννου της Σερίφου. Ο Δίκτυς άνοιξε το κιβώτιο και ξαφνιασμένος αντίκρυσε τον ήρωα και τη μητέρα του. Χωρίς δεύτερη σκέψη τους φιλοξένησε και ο αδελφός του τύραννος Πολυδέκτης γνώρισε κι ερωτεύτηκε τη Δανάη. Ο Πολυδέκτης, βλέποντας ότι ο Περσέας αποτελούσε εμπόδιο για την αποπλάνηση της Δανάης, αποφάσισε να τον ξεφορτωθεί στέλνοντάς τον να σκοτώσει τη γοργόνα Μέδουσα. Η Μέδουσα ήταν μια πανέμορφη γοργόνα ή κατά άλλη εκδοχή μια πανέμορφη ιέρεια της θεάς Αθηνάς, την οποία γονιμοποίησε ο Ποσειδώνας μεταμορφωμένος σε άλογο και η Αθηνά για να την τιμωρήσει, την καταράστηκε και τη μετέτρεψε σε απεχθές τέρας με μαλλιά φίδια. Για απόδειξη μάλιστα, του ζήτησε να του φέρει πίσω το κεφάλι της, ως δώρο για το δήθεν γάμο του με την Ιπποδάμεια, γνωρίζοντας φυσικά, ότι όποιος το αντίκρυζε, πέτρωνε και άρα δε θα είχε ελπίδες να επιστρέψει. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι ο Πολυδέκτης υποσχέθηκε στο νεαρό ήρωα πως, αν του έφερνε το κεφάλι της Μέδουσας, θα το βοηθούσε να πάρει το θρόνο από τον Ακρίσιο.

 

Αρχικά, ο Περσέας πήρε μαζί του μια χάλκινη ασπίδα από τη θεά Αθηνά και ένα ξίφος από το θεό Ερμή, ως δώρα και ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι του. Πρώτα πέρασε από τη χώρα του Φόρκυος και της Κητούς, όπου κατοικούσαν οι γριές αδελφές των γοργόνων, Ενυώ, Πεφρηδώ και Δεινώ και κλέβοντάς τους το μάτι και το δόντι που μοιράζονταν, τις ανάγκασε να του πουν που έμεναν οι γοργόνες Ευρυάλη, Σθενώ και Μέδουσα. Περνώντας από το άλσος όπου κατοικούσαν οι Νύμφες, πήρε τρία ακόμα πολύτιμα εργαλεία, την περικεφαλαία του Πλούτωνα, θεού του Κάτω Κόσμου, η οποία τον έκανε αόρατο, φτερωτά σανδάλια, με τα οποία μπορούσε να πετάει κι ένα σακίδιο, που άλλαζε μέγεθος ανάλογα με το περιεχόμενό του. Πετώντας, έτσι, πάνω από τον ωκεανό έφτασε στο νησί Γοργόνη, όπου χρησιμοποιώντας την ασπίδα για να αντανακλάται η Μέδουσα και να μπορεί να τη βλέπει χωρίς να πετρώσει, την αποκεφάλισε και έβαλε το κεφάλι της στο σακίδιό του. Σύμφωνα μάλιστα με το μύθο, από το κόψιμο γεννήθηκε ο γίγαντας Χρυσάορας, με το χρυσό σπαθί και από το αίμα που έπεσε στον Ωκεανό, ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο.

 

Στο δρόμο της επιστροφής, ο Περσέας ήρθε αντιμέτωπος με διάφορους κινδύνους, ενώ σημείωσε κι άλλα κατορθώματα. Περνώντας από την Αιθιοπία βρήκε την κόρη του βασιλιά Κηφέα, Ανδρομέδα δεμένη σε ένα βράχο. Επρόκειτο να την καταβροχθίσει ένα κήτος του θεού Ποσειδώνα, ώστε ο θεός να συγχωρέσει τη σύζυγο του βασιλιά, Κασσιόπη, διότι είχε προσβάλει τις κόρες του υπερηφανευόμενη πως είναι ομορφότερη από εκείνες. Ο Περσέας σκότωσε το κήτος, σώζοντας με αυτόν τον τρόπο την Ανδρομέδα, την οποία ερωτεύτηκε. Επιθυμώντας να την παντρευτεί και να την πάρει μαζί του στη Σέριφο, σκότωσε τον αρραβωνιαστικό της Φινέα και τους συντρόφους του και μαζί πήραν το δρόμο της επιστροφής.

 

Όταν αφίχθησαν στη Σέριφο, ο Πολυδέκτης είχε πάει στο ναό της Αθηνάς τη Δανάη για να τη θυσιάσει, επειδή αρνείτο πεισματικά να τον παντρευτεί. Φτάνοντας στο ναό, ο Περσέας έδειξε το κεφάλι της νεκρής Μέδουσας στον Πολυδέκτη, που δεν πίστευε ότι είχε πραγματοποιήσει τον άθλο, ο οποίος απολιθώθηκε αντικρίζοντάς το. Στη συνέχεια εγκατέστησε βασιλιά του νησιού το Δίκτυ και ξάπλωσε για να ξαποστάσει. Όμως οι βάτραχοι της Σερίφου με το τραγούδι τους δεν τον άφηναν να κοιμηθεί και γι’ αυτό ζήτησε από το Δία να τους κάνει να σωπάσουν. Έτσι έμεινε η φράση στην αρχαιότητα «Σερίφιος βάτραχος» ή «βάτραχος εκ Σερίφου», που τη χρησιμοποιούσαν υποτιμητικά για να περιπαίξουν κάποιον που δεν είχε ρητορική ικανότητα. Αφού ξεκουράστηκε, πήρε τη γυναίκα του Ανδρομέδα και τη μητέρα του Δανάη κι επέστρεψε στο Άργος.

 

Ο παππούς του μαθαίνοντας για τον ερχομό του, κατέφυγε στη Λάρισα για να σωθεί. Τελικά, ο Περσέας τον έπεισε να επιστρέψει στην πόλη του Άργους, ωστόσο σε αγώνες που συμμετείχε ο Περσέας και παρακολουθούσε ο Ακρίσιος, ο δίσκος του ήρωα παρέκκλινε της πορείας του και χτύπησε τον Ακρίσιο, σκοτώνοντάς τον. Έτσι επαληθεύτηκε κι ο δελφικός χρησμός. Έπειτα, ο Περσέας στενοχωρημένος αντάλλαξε το θρόνο του Άργους με της Τίρυνθας  κι έχτισε την πόλη των Μυκηνών, περίφημη για τα Κυκλώπεια τείχη της. Από τον εγγονό του, Αμφιτρύωνα και την Αλκμήνη γεννήθηκε ο Ηρακλής, εξίσου σημαντικός ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, γνωστός για τους δώδεκα άθλους του.

 

Ο Μύθος του Πολύφημου

Στην Οδύσσεια του Ομήρου, όπου περιγράφεται ο νόστος του Οδυσσέα προς τον τελικό του προορισμό, την Ιθάκη, αναφέρεται και το πέρασμά του από το νησί του Κύκλωπα Πολύφημου. Λέγεται, λοιπόν, ότι το νησί του Κύκλωπα Πολύφημου ήταν η Σέριφος και ότι η κατοικία του ήταν η «σπηλιά του Κύκλωπα», που βρίσκεται κάτω από το «θρόνο του Κύκλωπα», κοντά στον οικισμό του Μεγάλου Λιβαδιού. Κατά τη διάρκεια του δύσκολου δεκαετούς ταξιδιού της επιστροφής του, ο Οδυσσέας πέρασε κι από τη Σέριφο, όπου κατοικούσε ο Πολύφημος, ο τρομερότερος από όλους τους Κύκλωπες. Ο Πολύφημος ήταν μονόφθαλμος υιός του θεού Ποσειδώνα και της Νύμφης Θοώσης, κόρης του Φόρκυος και ζούσε από τα πρόβατά του, τα οποία έβγαζε το πρωί για να βοσκήσουν και το βράδυ τα έκλεινε στη σπηλιά του, σφραγίζοντάς τη με έναν τεράστιο ογκόλιθο. Μέσα σε αυτήν τη σπηλιά έμενε κι ο ίδιος, ενώ εκεί αποθήκευε το κρασί και το τυρί του.

 

Όταν κατέφθασαν στο νησί ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του, διασκορπίστηκαν για να βρουν τροφή, καθώς ήταν πολύ πεινασμένοι από το ταξίδι. Έτσι ανακάλυψαν τη σπηλιά του Κύκλωπα, η οποία ήταν ανοιχτή. Αφού έφαγαν από το τυρί και ήπιαν από το κρασί του Πολύφημου, αποκοιμήθηκαν για να ξεκουραστούν. Το βράδυ επέστρεψε ο Πολύφημος με το κοπάδι του και έκλεισε τη σπηλιά με τον τεράστιο ογκόλιθο, εγκλωβίζοντας μέσα και τον Οδυσσέα με τους συντρόφους του. Όταν ο Πολύφημος αντιλήφθηκε τους απρόσκλητους επισκέπτες, καταβρόχθισε δύο και μετά αποκοιμήθηκε. Τρομοκρατημένοι πλέον οι λαθραίοι εισβολείς έπρεπε να βρουν έναν τρόπο για να σωθούν.

 

Το επόμενο πρωί, ο Πολύφημος αφού ξύπνησε και κατασπάραξε πάλι δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέα, βγήκε για να βοσκήσει τα πρόβατά του και σφράγισε τη σπηλιά. Ο Οδυσσέας τότε μηχανεύτηκε ένα σχέδιο για να μπορέσουν να ξεφύγουν. Μόλις επέστρεψε ο Πολύφημος το βράδυ, έφαγε ξανά δύο συντρόφους του Οδυσσέα και τότε ο πολυμήχανος ήρωας του πρόσφερε κρασί. Ο Πολύφημος το ρώτησε πως ονομάζεται κι ο Οδυσσέας του απάντησε πως τον αποκαλούν Ούτι, δηλαδή κανένα. Ύστερα, αφού μέθυσε, αποκοιμήθηκε. Έπειτα, όλοι μαζί τρόχισαν και πύρωσαν ένα μυτερό ξύλο και ο Οδυσσέας τον τύφλωσε, ώστε να μην μπορεί να τους δει για να μπορέσουν να ξεφύγουν. Αμέσως, ο Πολύφημος ξύπνησε από τους φρικτούς πόνους κι άρχισε να φωνάζει πως ο Κανένας τον τύφλωσε. Οι υπόλοιποι Κύκλωπες άκουσαν τις φωνές, αλλά θεώρησαν πως ο Πολύφημος τους κοροϊδεύει.

 

Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του πιάστηκαν από τις κοιλιές των προβάτων και κατάφεραν να βγουν από τη σπηλιά και να επιβιβαστούν τρέχοντας στο πλοίο τους. Γρήγορα άρχισαν να ανοίγονται προς το πέλαγος για να διαφύγουν και τότε ο Οδυσσέας έκανε ένα μεγάλο λάθος. Αποκάλυψε το πραγματικό του όνομα στον Πολύφημο κι εκείνος με τη σειρά του ζήτησε από τον πατέρα του, Ποσειδώνα να τον τιμωρήσει. Μάλιστα, σε μια ύστατη προσπάθεια του Κύκλωπα να βουλιάξει το καράβι, πέταξε έναν τεράστιο βράχο, ο οποίος εικάζεται πως είναι ο «Γαρμπιάς», κοντά στο Καλό Αμπέλι.