Δήμος Σερίφου

Στοιχεία Επικοινωνίας

22810 51210 - 22810 52311
Χώρα Σερίφου 84005 Σέριφος
info@serifos.gr

Ανακοινώσεις Δήμου

Image Alt

Ιστορία

Η ιστορία της Σερίφου

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με ιστορικές καταγραφές, οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν Μινύες (Αιολείς) από τη Θεσσαλία, ενώ έπειτα κατέφθασαν και Ίωνες άποικοι από την Αθήνα. Οι κάτοικοι εκμεταλλεύτηκαν ήδη από τους Πρωτοκυκλαδικούς χρόνους (3η χιλιετία π. Χ.) τα πολύ πλούσια κοιτάσματα χαλκού και σιδήρου που υπήρχαν στο υπέδαφος της Σερίφου και δημιούργησαν μεταλλεία  συστηματικής εξόρυξης, κυρίως στη νότια πλευρά της, όπου βρίσκονται σήμερα οι οικισμοί Μέγα Λιβάδι, Αβεσσαλός και Κουταλάς. Μάλιστα στη θέση Σκουριές, κοντά στον Αβεσσαλό, υπάρχουν αρχαία ίχνη εκκαμίνευσης χαλκού, τα οποία αποδεικνύουν συστηματική επεξεργασία μεταλλεύματος.

 

Σημαντικά ευρήματα της εποχής είναι ο Ψαρόπυργος (γνωστός και ως καναπές του Κύκλωπα) νοτιοδυτικά του Μεγάλου Λιβαδιού και ένας ακόμα κυκλικός πύργος στη θέση Κεφάλα, οι οποίοι πιθανότατα ανήκαν σε ένα ευρύτερο σύστημα επικοινωνίας φρυκτωριών στο Αιγαίο, το οποίο αναφέρει και ο Όμηρος στα ομηρικά του έπη και ένας επιπλέον, ο Ασπρόπυργος που είναι ελληνιστικής περιόδου και χρησίμευε ως παρατηρητήριο   στον όρμο του Κουταλά. Επίσης, το γεγονός πως το νησί διέθετε και συνεχίζει να διαθέτει πόσιμο νερό και πάρα πολλές πηγές που το φιλτράρουν με φυσικό τρόπο, βοήθησε πάρα πολύ για να ιδρυθούν οικισμοί και να ακμάσει η οικονομία. Ένας από τους σημαντικότερους πρωτοκυκλαδικούς οικισμούς υπήρχε στη θέση Πλακάλωνα κοντά στο Μέγα Λιβάδι.

 

Σ’ ό,τι αφορά τη θρησκεία, δεν υπάρχει κάποιο αρχαιολογικό εύρημα που να υποδηλώνει ότι οι αρχαίοι Σερίφιοι λάτρευαν κάποιους συγκεκριμένους θεούς, ωστόσο λάτρευαν τον Περσέα και απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν κάποια νομίσματα που έχουν βρεθεί και απεικονίζουν είτε τον Περσέα, είτε τη Μέδουσα, είτε το Σερίφιο βάτραχο και χρονολογούνται περίπου στον 6ο αιώνα π.Χ., κάτι που αποδεικνύει περίτρανα ότι η Σέριφος ήταν οικονομικά ακμαία, καθώς μόνο έτσι θα μπορούσε να κόψει δικό της νόμισμα, το οποίο να είναι και ανταγωνιστικό. Η Σέριφος ήταν σύμμαχος της πόλης των Αθηνών και συμμετείχε στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. με δική της τριήρη και στη συνέχεια έγινε μέλος της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας ως την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο το 404 π.Χ. Το 377 π.Χ. έγινε μέλος και της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, ενώ το 363 π.Χ. καταλήφθηκε για πρώτη φορά από τους Μακεδόνες. Αργότερα η Σέριφος συμμετείχε, έμμεσα, στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά των Περσών, αφού όλα τα σπαθιά του και αυτά των συμμάχων του ήταν κατασκευασμένα από Σεριφιώτικο μέταλλο. Το 306 π.Χ. κατακτήθηκε από τους Πτολεμαίους του βασιλείου της Αιγύπτου, ως την ανακατάληψή της από τους Μακεδόνες το 266 π.Χ. Το 146π.Χ. η Σέριφος μαζί με τα υπόλοιπα εδάφη της Ελλάδας έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων, αλλά δυστυχώς βρέθηκε σε δυσμενή θέση εξαιτίας της συμμαχίας της με τον Μιθριδάτη Στ’ εναντίον τους. Γι’ αυτόν το λόγο οι Ρωμαίοι την κατέστρεψαν ολοσχερώς το 88 π.Χ. και έτσι ξεκίνησε μια μακρά περίοδος παρακμής για τη Σιδηρά Νήσο, που πλέον χρησιμοποιείτο ως τόπος εξορίας. Μάλιστα στην παρακμή αυτή συνέβαλαν τα μέγιστα οι συνεχείς επιδρομές πειρατών, οι οποίοι λεηλατούσαν συνεχώς τα παράλια και την ενδοχώρα. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους το νησί αποτέλεσε τόπο εξορίας. Κατά τη διάρκεια των πρωτοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων δεν υπάρχουν γραπτές ιστορικές πηγές που να μας αναφέρουν τί συνέβαινε στο νησί.

 

ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ

Κατά τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων, ανεγέρθηκε μοναστήρι καλογριών στη σημερινή  θέση Παναγιά σταυροειδούς τεχνοτροπίας, εγγεγραμμένο με τρούλο και αργότερα ένα από τα μικρά κύματα εποίκων που εγκαταστάθηκαν κοντά στο μοναστήρι ίδρυσαν τον οικισμό της Παναγιάς. Ο ναός σώζεται μέχρι σήμερα και αποτελεί τον παλαιότερο του νησιού. Μετά την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ., ξεκίνησε μια νέα περίοδος πολιτιστικής και οικονομικής ακμής, καθώς στα χρόνια της διακυβέρνησης του ενετού άρχοντα Ερμόλαου Μινόττο άρχισαν να επαναλειτουργούν τα μεταλλεία του νησιού ύστερα από 1.000 χρόνια. Το 1207 το νησί προσαρτήθηκε στο Δουκάτο του Αιγαίου υπό το Μάρκο Σανούδο και το ήμισύ του παραχωρήθηκε στη διοίκηση της οικογένειας Γκίζι (1207-1334 μ.Χ).

 

Κατόπιν αποτέλεσε «Μήλον της Έριδος» μεταξύ πολλών οικογενειών (Βραγαδόνων, Μινότων, Αδόλδων, Μικελών ή Πικελών, Γιουστινιάνων ή Ιουστινιάνων) ως την καταστροφική επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα το 1537 μ.Χ. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι επιδρομές, οι Ενετοί με τη βοήθεια των Σεριφίων οικοδόμησαν το Ενετικό κάστρο στη Χώρα, τη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού, απομεινάρια του οποίου διασώζονται μέχρι σήμερα. Το 1566 μ.Χ. η Σέριφος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς και εν συνεχεία παραχωρήθηκε διοικητικά στον Εβραίο Ιωσήφ Νάζι, παραμένοντας στην Οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι την ελληνική επανάσταση του 1821 μ.Χ., με μοναδική εξαίρεση το διάστημα 1770 ως 1774 μ.Χ., οπότε και κατακτήθηκε από την τσαρική Ρωσία, για να ανακαταληφθεί εκ νέου από τους Οθωμανούς μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774 μ.Χ. Το 1572 μ.Χ ανεγέρθηκε η Ιερά Μονή των Ταξιαρχών, που είναι μονή και φρούριο ταυτόχρονα (καστρομονάστηρο), ανάμεσα στους σημερινούς οικισμούς Πλατύς Γυαλός και Γαλανή, όταν έφτασε η εικόνα των Ταξιαρχών από την Κύπρο. Γύρω γύρω υπάρχουν υψηλοί τοίχοι ύψους 10 μέτρων με πολεμίστρες και εντός των τειχών βρίσκονται το καθολικό και τα κελιά των μοναχών.

 

Στο παρελθόν ήταν ιδιαίτερα πλούσια, καθώς διέθετε κειμήλια και  ιδιαίτερα μεγάλη ακίνητη περιουσία τόσο στο νησί όσο και σε γειτονικά μικρονήσια, όπως η Σεριφοπούλα και γι’ αυτόν το λόγο αποτέλεσε στόχο των πειρατών. Στη μονή λειτούργησε αλληλοδιδακτικό σχολείο, όπου μπορούσε κάποιος κάτοικος του νησιού να αποκτήσει, έστω στοιχειώδη μόρφωση και για πολλά χρόνια ως την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, αποτέλεσε το πνευματικό, διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νησιού. Κατά την ελληνική επανάσταση του 1821 μ.Χ., πολλοί Σερίφιοι συμμετείχαν στις μάχες κατά των Οθωμανών.

 

ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Το 1830 μ.Χ., η Σέριφος έγινε και πάλι κομμάτι της Ελλάδας, όπως και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Ωστόσο, το νησί βρισκόταν σε οικονομική παρακμή και μετά το 1830, οι κάτοικοί της άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και γι’ αυτόν το λόγο αποφασίστηκε να επαναλειτουργήσουν τα μεταλλεία, τα οποία παρέμεναν αδρανή για πολλούς αιώνες, κάτι που ανέλαβε να κάνει η “Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία” το 1870, αφού πρώτα εξασφάλισε από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το αποκλειστικό δικαίωμα να εξορύξει σίδηρο και χαλκό από το υπέδαφος. Τα μέταλλα εξάγονταν ακατέργαστα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά μετά από μία δεκαετία και συγκεκριμένα το 1880, τα ηνία της αποκλειστικής εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων του νησιού πήρε στα χέρια της η εταιρεία «Σέριφος-Σπηλιαζέζα».

 

Η εταιρεία αυτή είχε ιδρυθεί από πλούσιους Κωνσταντινουπολίτες με τη βοήθεια της Οθωμανικής τράπεζας και ήταν αγγλικών, γαλλικών και οθωμανικών συμφερόντων. Μέσω της εταιρείας αυτής ανέλαβε την εξόρυξη, ως εργολάβος, ο Γερμανός μεταλλειολόγος Αιμίλιος Γκρώμαν (Emile Grohmann) και τα γραφεία της εταιρείας στεγάστηκαν σε ένα νεοκλασσικό κτίσμα που, αν και ταλαιπωρημένο, σώζεται μέχρι σήμερα στην παραλία του Μεγάλου Λιβαδίου. Πολλές φορές οι ιδιοκτήτες μικρών κτημάτων εξαπατούνταν από την εταιρεία, λόγω χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και νομίζοντας πως νοίκιαζαν τη γη τους, στην ουσία υπέγραφαν την παραχώρηση της κυριότητάς της. Πολλοί κάτοχοι, αν αρνούνταν, συνήθως υποχωρούσαν εξαιτίας της πίεσης που τους ασκούσε το κοινωνικοοικονομικό κατεστημένο που ήταν εξαρτημένο από την εταιρεία. Το 1882 μ.Χ. η “Σέριφος-Σπηλιαζέζα” πέρασε μια οικονομική κρίση, η οποία είχε αντίκτυπο και στους μισθούς των εργατών, κάτι που οδήγησε σε μικρές αναταραχές, όμως σύντομα ξεπεράστηκε.

 

Βέβαια, χάρη στα μεταλλεία, η οικονομία της Σερίφου άνθισε και από το 1885 ως το 1910 μ.Χ. διεξήχθη συστηματική εξόρυξη των σιδηρομεταλλευμάτων με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό παραγωγής, πράγμα που βοήθησε, ώστε να αυξηθεί ο πληθυσμός του νησιού, εφόσον η ανάγκη για εργατικά χέρια ήταν μεγάλη και οι κάτοικοι των γύρω νησιών μετακόμισαν στο νησί για να δουλέψουν. Δυστυχώς, δεν τηρούνταν οι κανόνες ασφαλείας μέσα στις στοές με αποτέλεσμα να υπάρχουν συχνά ατυχήματα, που πολλές φορές οδηγούσαν και στο θάνατο των εργατών. Οι συνθήκες εργασίας ήταν αντίξοες, αφού οι εργάτες δούλευαν από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου και στη συνέχεια ήταν αναγκασμένοι να καλλιεργήσουν και τα χωράφια τους, ενώ τα παιδιά από προεφηβική ηλικία αναγκάζονταν να εργαστούν για να συνεισφέρουν οικονομικά στις οικογένειές τους δουλεύοντας κάτω από ανάρμοστες για την ηλικία τους συνθήκες. Το 1915 μ.Χ., μία νέα κρίση, αυτήν τη φορά στις τιμές των μετάλλων, οδήγησε την εταιρεία στην οικονομική κατάρρευση. Το 1916 μ.Χ. ανέλαβε τα μεταλλεία ο υιός του Αιμιλίου, Γεώργιος Γκρώμαν, και εφόσον οι συνθήκες εργασίας δεν άλλαξαν, οι εργάτες αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν απεργία τον Αύγουστο του ίδιου έτους, μετά και τις προτροπές του αναρχοσυνδικαλιστή Κωνσταντίνου Σπέρα.

 

Την οργάνωση της απεργίας ανέλαβε ο ίδιος ο Σπέρας, ο οποίος είχε οργανώσει και άλλες απεργίες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, προτρέποντας τους εργάτες να καταλάβουν το λιμάνι του Μεγάλου Λειβαδίου και να απαγορεύσουν στα πλοία να φορτώσουν μεταλλεύματα. Επειδή οι μεταλλωρύχοι δεν άλλαξαν στάση ούτε μετά τις απειλές της εταιρείας, στις 21 Αυγούστου επενέβη η χωροφυλακή και με διαταγή του επικεφαλής της, αφού παρήλθε η πεντάλεπτη διορία που είχε δοθεί στους εργάτες να λήξουν την απεργία, οι χωροφύλακες άνοιξαν πυρ κατά των απεργών, που ήταν αδιάλλακτοι και σκότωσαν τέσσερις. Στη συνέχεια οι εργάτες απάντησαν στα πυρά με πέτρες και ξύλα και κατά τη διάρκεια της  σύρραξης που ακολούθησε έχασαν τη ζωή τους τρεις χωροφύλακες και ο επικεφαλής τους. Έπειτα οι εργάτες κατέλαβαν τα ορυχεία και ύψωσαν γαλλική σημαία ζητώντας τη βοήθεια του γαλλικού στρατού, πράξη για την οποία αργότερα επικρίθηκε ο Σπέρας από το Κ.Κ.Ε, καθώς του καταλογίστηκε πως εξυπηρετούσε γαλλικά συμφέροντα. Η απεργία αυτή είναι η πρώτη που έγινε στην Ελλάδα για το οχτάωρο. Τα αιτήματα των εργατών για οχτάωρο, καλύτερες και ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας και αυξημένο μεροκάματο ικανοποιήθηκαν μερικώς και τα μεταλλεία συνέχισαν να λειτουργούν. Το 1925 μ.Χ. καθιερώθηκε η οχτάωρη εργασία για τους εργάτες, αλλά ως το 1934 μ.Χ. τα μεταλλεία υπολειτούργησαν λόγω του κραχ του 1929 μ.Χ.

 

Ύστερα άρχισε μια νέα περίοδος συστηματικής εξόρυξης, με εξαγωγές κυρίως προς τη Γερμανία. Το 1941μ.Χ. η Σέριφος εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 μ.Χ. το νησί εντάχθηκε στη γερμανική διοίκηση μέχρι την απελευθέρωσή του. Μετά την κατοχή, ο Γεώργιος Γκρώμαν εγκατέλειψε την Ελλάδα κατηγορούμενος ως δοσίλογος και τελικά τα μεταλλεία έκλεισαν οριστικά το 1963 μ.Χ., ως συνέπεια της εξάντλησης των αποθεμάτων, του υψηλού κόστους εξόρυξης, της σχετικά μικρής κλίμακας εκμετάλλευσης, και κυρίως ως συνέπεια της κατάρρευσης των τιμών των σιδηρομεταλλευμάτων παγκοσμίως. Τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί η μνήμη των γεγονότων του 1916, ενώ υπάρχει και μνημείο για τους πεσόντες της απεργίας, δίπλα στο κτίριο των γραφείων της εταιρείας. Ύστερα, από το κλείσιμο των μεταλλείων της Σερίφου, παρατηρείται μαζική φυγή των κατοίκων προς τα αστικά κέντρα και κυρίως την Αθήνα και τον Πειραιά, με συνέπεια την εγκατάλειψη της γης και κατ’ επέκτασιν του πρωτογενούς τομέα. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η οικονομία του νησιού συνδέεται άρρηκτα με την τουριστική δραστηριότητα, καθώς ο πρωτογενής τομέας βρίσκεται σε απόλυτη παρακμή.